περίτριμμα

περίτριμμα
περί-τριμμα, ατος, τό,
A anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.Nu.447 ;

π. ἀγορᾶς D.18.127

;

π. πραγμάτων Com.Adesp.889

.
II Medic., preparation for rubbing in, Crito ap.Gal.12.447.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περίτριμμα — anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • περίτριμμα,το — ατος, αυτό που βγαίνει από τρίψιμο κάποιου πράγματος, σκουπίδι, απομεινάρι, απόρριμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίτριμμ' — περίτριμμα , περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρίμματα — περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρίμματι — περίτριμμα anything worn smooth by rubbing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίτριψ — ἀμφίτριψ ( ιβος), ο (Α) 1. ο τριμμένος ολόγυρα 2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τριψ < τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση …   Dictionary of Greek

  • ομολοβρός — ὁμολοβρός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἰσχρός, ἀναιδής, περίτριμμα» …   Dictionary of Greek

  • πολύτριμμα — τὸ, Μ. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, περίτριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρίμμα (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • σίχαμα — το, Ν 1. καθετί που προκαλεί αηδία και αποστροφή, το βδέλυγμα 2. πρόσωπο άξιο αποστροφής, περίτριμμα, κάθαρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μα (πρβλ. ζέστα μα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”